συνυπόσχομαι

συνυπόσχομαι
1) давать взаимные обещания;
2) идти на компромисс

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "συνυπόσχομαι" в других словарях:

  • συνυπόσχομαι — Ν υπόσχομαι από κοινού με άλλον ή με άλλους …   Dictionary of Greek

  • συνυποσχετικό — το, Ν 1. συμφωνητικό με το οποίο οι συμβαλλόμενοι υπόσχονται αμοιβαίως κάτι 2. (νομ.) συμφωνητικό για εξαίρεση ορισμένης διαφοράς ή συνόλου διαφορών από τη δικαιοδοσία τών αρμόδιων δικαστηρίων και η υπαγωγή τους στη διαιτησία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • συνυπόσχεση — η, Ν υπόσχεση που δίνεται από πολλά άτομα μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνυπόσχομαι. Η λ., στον λόγιο τ. συνυπόσχεσις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»